- βατῆρα
- βατήρthat on which one treadsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
βατήρας — ο (Α βατήρ, ῆρος) [βαίνω] 1. πέτρα στην οποία στηρίζεται κάποιος για να ιππεύσει 2. η βαλβίδα από την οποία πηδά ο άλτης αρχ. 1. βάση αγάλματος ή ανδριάντα 2. το τέρμα του αγωνίσματος του δρόμου 3. βακτηρία, ραβδί 4. το κλειδί με το οποίο τόνιζαν … Dictionary of Greek
κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… … Dictionary of Greek
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λουγκάνις, Γκρεγκ — (Greg Louganis, Ελ Καζόν, Καλιφόρνια 1960 –). Αμερικανός δύτης, ελληνικής καταγωγής. Σε ηλικία μόλις 16 ετών κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μόντρεαλ, στο άθλημα των καταδύσεων. Δεν κατόρθωσε να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς … Dictionary of Greek